λαϊκιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαϊκιστής οι λαϊκιστές
      γενική του λαϊκιστή των λαϊκιστών
    αιτιατική τον λαϊκιστή τους λαϊκιστές
     κλητική λαϊκιστή λαϊκιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαϊκιστής < λαϊκισμός + -ιστής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική populist)

Ουσιαστικό

λαϊκιστής αρσενικό (θηλυκό: λαϊκίστρια)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.