ιδεαλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιδεαλιστής | οι | ιδεαλιστές |
| γενική | του | ιδεαλιστή | των | ιδεαλιστών |
| αιτιατική | τον | ιδεαλιστή | τους | ιδεαλιστές |
| κλητική | ιδεαλιστή | ιδεαλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðe.a.liˈstis/
Ουσιαστικό
ιδεαλιστής αρσενικό (θηλυκό: ιδεαλίστρια)
- οπαδός του ιδεαλισμού
- που βλέπει τα πράγματα εξιδανικευμένα, που επιζητά το ιδεώδες
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ιδεαλισμός και ιδέα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.