ξεμυαλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξεμυαλιστής | οι | ξεμυαλιστές |
| γενική | του | ξεμυαλιστή | των | ξεμυαλιστών |
| αιτιατική | τον | ξεμυαλιστή | τους | ξεμυαλιστές |
| κλητική | ξεμυαλιστή | ξεμυαλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεμυαλιστής < ξεμυαλίζω
Ουσιαστικό
ξεμυαλιστής αρσενικό και ξεμυαλίστρα το θηλυκό
- που ξελογιάζει, που παίρνει τα μυαλά, που παρασύρει σε ενέργειες οι οποίες δεν συνάδουν συνήθως με τη λογική
Μεταφράσεις
ξεμυαλιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.