ρυθμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρυθμίζω < αρχαία ελληνική ῥυθμίζω < ῥυθμός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾiθˈmi.zo/

Ρήμα

ρυθμίζω (παθητική φωνή: ρυθμίζομαι)

  1. τακτοποιώ κάτι, ώστε να λειτουργεί σωστά και εύρυθμα
  2. (κατ’ επέκταση) τακτοποιώ, κανονίζω, διακανονίζω, διευθετώ
  3. κανονίζω τον ρυθμό μιας πράξης ή ενέργειας

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.