ρυθμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρυθμίζω < αρχαία ελληνική ῥυθμίζω < ῥυθμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾiθˈmi.zo/
Ρήμα
ρυθμίζω (παθητική φωνή: ρυθμίζομαι)
- τακτοποιώ κάτι, ώστε να λειτουργεί σωστά και εύρυθμα
- (κατ’ επέκταση) τακτοποιώ, κανονίζω, διακανονίζω, διευθετώ
- κανονίζω τον ρυθμό μιας πράξης ή ενέργειας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρυθμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ρυθμίζω | ρύθμιζα | θα ρυθμίζω | να ρυθμίζω | ρυθμίζοντας | |
| β' ενικ. | ρυθμίζεις | ρύθμιζες | θα ρυθμίζεις | να ρυθμίζεις | ρύθμιζε | |
| γ' ενικ. | ρυθμίζει | ρύθμιζε | θα ρυθμίζει | να ρυθμίζει | ||
| α' πληθ. | ρυθμίζουμε | ρυθμίζαμε | θα ρυθμίζουμε | να ρυθμίζουμε | ||
| β' πληθ. | ρυθμίζετε | ρυθμίζατε | θα ρυθμίζετε | να ρυθμίζετε | ρυθμίζετε | |
| γ' πληθ. | ρυθμίζουν(ε) | ρύθμιζαν ρυθμίζαν(ε) |
θα ρυθμίζουν(ε) | να ρυθμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ρύθμισα | θα ρυθμίσω | να ρυθμίσω | ρυθμίσει | ||
| β' ενικ. | ρύθμισες | θα ρυθμίσεις | να ρυθμίσεις | ρύθμισε | ||
| γ' ενικ. | ρύθμισε | θα ρυθμίσει | να ρυθμίσει | |||
| α' πληθ. | ρυθμίσαμε | θα ρυθμίσουμε | να ρυθμίσουμε | |||
| β' πληθ. | ρυθμίσατε | θα ρυθμίσετε | να ρυθμίσετε | ρυθμίστε | ||
| γ' πληθ. | ρύθμισαν ρυθμίσαν(ε) |
θα ρυθμίσουν(ε) | να ρυθμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ρυθμίσει | είχα ρυθμίσει | θα έχω ρυθμίσει | να έχω ρυθμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ρυθμίσει | είχες ρυθμίσει | θα έχεις ρυθμίσει | να έχεις ρυθμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ρυθμίσει | είχε ρυθμίσει | θα έχει ρυθμίσει | να έχει ρυθμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ρυθμίσει | είχαμε ρυθμίσει | θα έχουμε ρυθμίσει | να έχουμε ρυθμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ρυθμίσει | είχατε ρυθμίσει | θα έχετε ρυθμίσει | να έχετε ρυθμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ρυθμίσει | είχαν ρυθμίσει | θα έχουν ρυθμίσει | να έχουν ρυθμίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.