ιδεαλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιδεαλίστρια | οι | ιδεαλίστριες |
| γενική | της | ιδεαλίστριας | των | ιδεαλιστριών |
| αιτιατική | την | ιδεαλίστρια | τις | ιδεαλίστριες |
| κλητική | ιδεαλίστρια | ιδεαλίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδεαλίστρια < ιδεαλιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.