σοσιαλιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοσιαλιστής οι σοσιαλιστές
      γενική του σοσιαλιστή των σοσιαλιστών
    αιτιατική τον σοσιαλιστή τους σοσιαλιστές
     κλητική σοσιαλιστή σοσιαλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοσιαλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική socialiste (κατάληξη -ιστής)

Προφορά

ΔΦΑ : /so.si.a.liˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σοσιαλιστής

Ουσιαστικό

σοσιαλιστής αρσενικό (θηλυκό σοσιαλίστρια)

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σοσιαλισμός

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.