μεταρηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταρηματικός | η | μεταρηματική | το | μεταρηματικό |
| γενική | του | μεταρηματικού | της | μεταρηματικής | του | μεταρηματικού |
| αιτιατική | τον | μεταρηματικό | τη | μεταρηματική | το | μεταρηματικό |
| κλητική | μεταρηματικέ | μεταρηματική | μεταρηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταρηματικοί | οι | μεταρηματικές | τα | μεταρηματικά |
| γενική | των | μεταρηματικών | των | μεταρηματικών | των | μεταρηματικών |
| αιτιατική | τους | μεταρηματικούς | τις | μεταρηματικές | τα | μεταρηματικά |
| κλητική | μεταρηματικοί | μεταρηματικές | μεταρηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.ɾi.ma.tiˈkos/
Επίθετο
μεταρηματικός
- (γλωσσολογία) ο σχετικός με ή αναφερόμενος σε λέξη που παράγεται από ρήμα
- μεταρηματικό επίθημα -ητό (ροχαλίζω - ροχαλητό)
- μεταρρηματικός (γραφή στο λεξικό Μπαμπινιώτη[2])
- μετεπιθετικός
- μετεπιρρηματικός
- μετονοματικός
- μετουσιαστικός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μεταρηματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.