ελληνιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ελληνιστής | οι | ελληνιστές |
| γενική | του | ελληνιστή | των | ελληνιστών |
| αιτιατική | τον | ελληνιστή | τους | ελληνιστές |
| κλητική | ελληνιστή | ελληνιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελληνιστής < αρχαία ελληνική ἑλληνιστής
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.li.niˈstis/
Ουσιαστικό
ελληνιστής αρσενικό (θηλυκό: ελληνίστρια)
- μελετητής και λάτρης του ελληνικού πολιτισμού
- άτομο μη ελληνικής καταγωγής το οποίο ακολουθεί τα ελληνικά πρότυπα και χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα, ιδιαίτερα οι εξελληνισμένοι Εβραίοι της ελληνιστικής εποχής
Μεταφράσεις
ελληνιστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.