παγανίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παγανίστρια | οι | παγανίστριες |
| γενική | της | παγανίστριας | των | παγανιστριών |
| αιτιατική | την | παγανίστρια | τις | παγανίστριες |
| κλητική | παγανίστρια | παγανίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παγανίστρια < παγανισ(τής) + -τρια
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παγανισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.