λαϊκίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαϊκίστρια οι λαϊκίστριες
      γενική της λαϊκίστριας των λαϊκιστριών
    αιτιατική τη λαϊκίστρια τις λαϊκίστριες
     κλητική λαϊκίστρια λαϊκίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαϊκίστρια < λαϊκιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

λαϊκίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.