οικιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικιστής οι οικιστές
      γενική του οικιστή των οικιστών
    αιτιατική τον οικιστή τους οικιστές
     κλητική οικιστή οικιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικιστής < αρχαία ελληνική οἰκιστής

Ουσιαστικό

οικιστής αρσενικό, οικίστρια θηλυκό

  1. (αρχαία ιστορία) ο ιδρυτής μιας αποικίας, ο αρχηγός των αποίκων
    το αρχαίο Βυζάντιο πήρε το όνομά του από τον οικιστή του, τον Βύζαντα από τα Μέγαρα
  2. (σύγχρονη εποχή) που συμμετέχει στη δημιουργία νέου οικισμού (περιοχής με δόμηση κυρίως για κατοικία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.