καλαθοσφαιριστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καλαθοσφαιριστής | οι | καλαθοσφαιριστές |
| γενική | του | καλαθοσφαιριστή | των | καλαθοσφαιριστών |
| αιτιατική | τον | καλαθοσφαιριστή | τους | καλαθοσφαιριστές |
| κλητική | καλαθοσφαιριστή | καλαθοσφαιριστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τρεις καλαθοσφαιριστές την ώρα του αγώνα
Ετυμολογία
- καλαθοσφαιριστής < (καθαρεύουσα) καλαθοσφαίρισ(ις) (καλαθοσφαίριση) + -τής [1]
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- καλαθοσφαιριστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.