καλαθοσφαιριστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλαθοσφαιριστής οι καλαθοσφαιριστές
      γενική του καλαθοσφαιριστή των καλαθοσφαιριστών
    αιτιατική τον καλαθοσφαιριστή τους καλαθοσφαιριστές
     κλητική καλαθοσφαιριστή καλαθοσφαιριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τρεις καλαθοσφαιριστές την ώρα του αγώνα

Ετυμολογία

καλαθοσφαιριστής < (καθαρεύουσα) καλαθοσφαίρισ(ις) (καλαθοσφαίριση) + -τής [1]

Ουσιαστικό

καλαθοσφαιριστής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.