ξεμυαλίστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξεμυαλίστρα οι ξεμυαλίστρες
      γενική της ξεμυαλίστρας
    αιτιατική την ξεμυαλίστρα τις ξεμυαλίστρες
     κλητική ξεμυαλίστρα ξεμυαλίστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεμυαλίστρα < ξεμυαλιστής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

ξεμυαλίστρα θηλυκό

 δείτε τη λέξη ξεμυαλιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.