αμοραλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμοραλίστρια | οι | αμοραλίστριες |
| γενική | της | αμοραλίστριας | των | αμοραλιστριών |
| αιτιατική | την | αμοραλίστρια | τις | αμοραλίστριες |
| κλητική | αμοραλίστρια | αμοραλίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμοραλίστρια < αμοραλιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.