θεριστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεριστής οι θεριστές
& θεριστάδες
      γενική του θεριστή των θεριστών
& θεριστάδων
    αιτιατική τον θεριστή τους θεριστές
& θεριστάδες
     κλητική θεριστή θεριστές
& θεριστάδες
Κατηγορία όπως «πραματευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεριστής < θερίζω (θέμα αορίστου θέρισ-α) + -τής

Ουσιαστικό

θεριστής αρσενικό (θηλυκό θερίστρια)

  • (επάγγελμα) αυτός που θερίζει ένα χωράφι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.