ξενιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξενιστής οι ξενιστές
      γενική του ξενιστή των ξενιστών
    αιτιατική τον ξενιστή τους ξενιστές
     κλητική ξενιστή ξενιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξενιστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξενιστής αρσενικό

  1. (βιολογία) οργανισμός στον οποίο ζει κάποιο παράσιτο συμβιωτικά ή παρασιτικά
  2. (βιολογία) οργανισμός στον οποίο έχει προστεθεί μόσχευμα για πειραματικούς σκοπούς
  3. (πληροφορική) το πρόγραμμα στο οποίο έχει ενσωματωθεί (έχει προσβληθεί) από κακόβουλο λογισμικό (malware), από έναν ιό υπολογιστών (virus)
  4. (δίκτυο υπολογιστών) host: ο υπολογιστής που «φιλοξενεί» λογισμικό σημαντικό για τους χρήστες του δικτύου, όπως ένας εξυπηρετητής (server), μια βάση δεδομένων (database), κλπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.