μετασχηματιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετασχηματιστής οι μετασχηματιστές
      γενική του μετασχηματιστή των μετασχηματιστών
    αιτιατική τον μετασχηματιστή τους μετασχηματιστές
     κλητική μετασχηματιστή μετασχηματιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το σύμβολο του μετασχηματιστή.

Ετυμολογία

μετασχηματιστής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transformateur < transformer, (μετασχηματίζω), μετασχηματισ- + -τής[1]

Ουσιαστικό

μετασχηματιστής αρσενικό

  • (ηλεκτρολογία) ηλεκτρική συσκευή αποτελούμενη από επαγωγικά συζευγμένους αγωγούς που μεταφέρει ενέργεια μεταξύ δύο κυκλωμάτων και χρησιμοποιείται κυρίως για την μεταβολή της τάσης εναλλασσόμενου ρεύματος.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.