ηδονίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηδονίστρια οι ηδονίστριες
      γενική της ηδονίστριας των ηδονιστριών
    αιτιατική την ηδονίστρια τις ηδονίστριες
     κλητική ηδονίστρια ηδονίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηδονίστρια < ηδονιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

ηδονίστρια θηλυκό

  1. αυτή που ακολουθεί τη θεωρία του ηδονισμού
  2. αυτή που αναζητεί την ηδονή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.