ρυθμιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρυθμιστής | οι | ρυθμιστές |
| γενική | του | ρυθμιστή | των | ρυθμιστών |
| αιτιατική | τον | ρυθμιστή | τους | ρυθμιστές |
| κλητική | ρυθμιστή | ρυθμιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.gif)
Απεικόνιση φυγόκεντρου ρυθμιστή με τις δύο σφαιρικές μάζες στο πάνω μέρος της ατμομηχανής.
Ετυμολογία
- ρυθμιστής < ρυθμίζω
Ουσιαστικό
ρυθμιστής αρσενικό
- αυτός που ρυθμίζει, τροποποιεί, αλλάζει δεδομένα ενός αντικειμένου ή κατάστασης, που έχει καθοριστικό ρόλο, ο κυρίαρχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.