γεμιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γεμιστής | οι | γεμιστές |
| γενική | του | γεμιστή | των | γεμιστών |
| αιτιατική | τον | γεμιστή | τους | γεμιστές |
| κλητική | γεμιστή | γεμιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γεμιστής < γεμίζω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chargeur)
Ουσιαστικό
γεμιστής αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γεμίζω
Μεταφράσεις
γεμιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.