γεμιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεμιστής οι γεμιστές
      γενική του γεμιστή των γεμιστών
    αιτιατική τον γεμιστή τους γεμιστές
     κλητική γεμιστή γεμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεμιστής < γεμίζω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chargeur)

Ουσιαστικό

γεμιστής αρσενικό

  1. αυτός που γεμίζει
  2. (στρατιωτικός όρος) αυτός που γεμίζει με βλήματα κάποιο όπλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γεμιστής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.