παλαιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαιός η παλαιά το παλαιό
      γενική του παλαιού της παλαιάς του παλαιού
    αιτιατική τον παλαιό την παλαιά το παλαιό
     κλητική παλαιέ παλαιά παλαιό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαιοί οι παλαιές τα παλαιά
      γενική των παλαιών των παλαιών των παλαιών
    αιτιατική τους παλαιούς τις παλαιές τα παλαιά
     κλητική παλαιοί παλαιές παλαιά
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλαιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παλαιός. Δείτε και παλιός.

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.leˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παλαιός

Επίθετο

παλαιός, -ά, ό

  1. που υπήρχε στο παρελθόν για πολλά χρόνια
    ο παλαιός των ημερών
    η Παλαιά Διαθήκη
    τα Παλαιά Ανάκτορα
  2. (για πρόσωπο) που έχει μια ιδιότητα από παλιά (και ως ουσιαστικό)
    οι παλαιοί: οι προγενέστεροι
  3. (ονομασίες πόλεων) αντί του Παλιός
    Παλαιό Φάληρο
  4. (γλωσσολογία, ονομασίες γλωσσών) η αρχαία περίοδος στην εξέλιξη μιας γλώσσας
    παλαιά γαλλικά, παλαιά αγγλικά

Συγγενικά

  • παλαιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παλαιο- στο Βικιλεξικό (δείτε και παλιο-)

και

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

παλαιός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παλαιός

Επίθετο

παλαιός

  1. παλιός
  2. μεγάλος σε ηλικία (για ανθρώπους, ζώα)
  3. κάποιος ή κάτι απ' τα παλιά ή αρχαίος
  4. στον πληθυντικό παλαιά: παλιά γεγονότα
  5. σεβαστός, αγαπημένος
  6. έμπειρος
  7. (κακόσημο) αχρείος, άξιος περιφρόνησης

  • παλαῖος (Χρειάζεται έλεγχο τονισμού)
  • παλιός

Εκφράσεις

  • κατά τὸ παλαιόν
  • τὸν παλαιὸν καιρόν

Συγγενικά

  • παλαιο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα παλαιο- στο Βικιλεξικό
  •  δείτε και τη μορφή παλιο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα παλιο- στο Βικιλεξικό

και

από το αρχαίο πάλαι

  • παλαίζηλος
  • παλαίποτε (επίρρημα)
  • παλαίχρονος

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παλαιός παλαιᾱ́ τὸ παλαιόν
      γενική τοῦ παλαιοῦ τῆς παλαιᾶς τοῦ παλαιοῦ
      δοτική τῷ παλαι τῇ παλαι τῷ παλαι
    αιτιατική τὸν παλαιόν τὴν παλαιᾱ́ν τὸ παλαιόν
     κλητική ! παλαιέ παλαιᾱ́ παλαιόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παλαιοί αἱ παλαιαί τὰ παλαιᾰ́
      γενική τῶν παλαιῶν τῶν παλαιῶν τῶν παλαιῶν
      δοτική τοῖς παλαιοῖς ταῖς παλαιαῖς τοῖς παλαιοῖς
    αιτιατική τοὺς παλαιούς τὰς παλαιᾱ́ς τὰ παλαιᾰ́
     κλητική ! παλαιοί παλαιαί παλαιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παλαιώ τὼ παλαιᾱ́ τὼ παλαιώ
      γεν-δοτ τοῖν παλαιοῖν τοῖν παλαιαῖν τοῖν παλαιοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλαιός, ήδη μυκηναϊκή 𐀞𐀨𐀍 (pa-ra-jo) που συνδέεται με το επίρρημα πάλαι. Αμφίβολη η παραδοσιακή ετυμολόγηση με *παλα-Ϝός λόγω του μυκηναϊκού τύπου ή η σύνδεση με το επίρρημα τῆλε.[1]

Επίθετο

παλαιός, -ά, -όν, συγκριτικός:παλαιότερος/παλαίτερος, υπερθετικός: παλαιότατος/παλαίτατος

  1. (για ανθρώπους) μεγάλης ηλικίας
  2. (για πράγματα) παλιός

Παράγωγα

παράγωγα και σύνθετα

  • παλαιο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα παλαιο- στο Βικιλεξικό (δείτε και παλαι-)

και

 και δείτε τη λέξη πάλαι

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.