αχρείος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχρείος | η | αχρεία | το | αχρείο |
| γενική | του | αχρείου | της | αχρείας | του | αχρείου |
| αιτιατική | τον | αχρείο | την | αχρεία | το | αχρείο |
| κλητική | αχρείε | αχρεία | αχρείο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχρείοι | οι | αχρείες | τα | αχρεία |
| γενική | των | αχρείων | των | αχρείων | των | αχρείων |
| αιτιατική | τους | αχρείους | τις | αχρείες | τα | αχρεία |
| κλητική | αχρείοι | αχρείες | αχρεία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αχρείος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀχρεῖος (άρχηστος, κατώτερος) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈxɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χρεί‐ος
Επίθετο
αχρείος, -α, -ο
- (υβριστικό) βαρύς απαξιωτικός χαρακτηρισμός κάποιου με ανήθικη, ανέντιμη συμπεριφορά
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
- αχρείος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.