παλιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παλιώνω <παλαιώνω

Ρήμα

παλιώνω(παθητική φωνή παλιώνομαι)

  1. (αμετάβατο) αλλάζω με την πάροδο του χρόνου
    όταν παλιώνει το κρασί, γίνεται καλύτερο και αποκτά μεγαλύτερη εμπορική αξία
  2. φθείρομαι, γερνάω, ξεθωριάζω κλπ με το χρόνο
    αυτό το παντελόνι πάλιωσε
  3. (αμετάβατο) αποκτώ με τα χρόνια εμπειρία και κύρος σε υπηρεσία, εργασία κλπ
  4. (μεταβατικό) κάνω κάτι να φαίνεται παλιό, το φθείρω

Συγγενικά

Αντώνυμα

  • ξεπαλιώνω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.