παλαιότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παλαιότερος | η | παλαιότερη | το | παλαιότερο |
| γενική | του | παλαιότερου | της | παλαιότερης | του | παλαιότερου |
| αιτιατική | τον | παλαιότερο | την | παλαιότερη | το | παλαιότερο |
| κλητική | παλαιότερε | παλαιότερη | παλαιότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παλαιότεροι | οι | παλαιότερες | τα | παλαιότερα |
| γενική | των | παλαιότερων | των | παλαιότερων | των | παλαιότερων |
| αιτιατική | τους | παλαιότερους | τις | παλαιότερες | τα | παλαιότερα |
| κλητική | παλαιότεροι | παλαιότερες | παλαιότερα | |||
| Δείτε και την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παλαιότερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παλαιότερος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.leˈo.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λαι‐ό‐τε‐ρος
Επίθετο
παλαιότερος
- συγκριτικός βαθμός του παλαιός
- Αχ! οι παλαιότερες εποχές! Πόσο τις νοσταλγώ!
- μορφή: παλιότερος (λιγότερο επίσημο)
Μεταφράσεις
→ δείτε τη λέξη παλιότερος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.