σεβαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεβαστός η σεβαστή το σεβαστό
      γενική του σεβαστού της σεβαστής του σεβαστού
    αιτιατική τον σεβαστό τη σεβαστή το σεβαστό
     κλητική σεβαστέ σεβαστή σεβαστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεβαστοί οι σεβαστές τα σεβαστά
      γενική των σεβαστών των σεβαστών των σεβαστών
    αιτιατική τους σεβαστούς τις σεβαστές τα σεβαστά
     κλητική σεβαστοί σεβαστές σεβαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σεβαστός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σεβαστός

Επίθετο

σεβαστός

  1. που του αποδίδεται σεβασμός
    Οι κανόνες του δικαίου πρέπει να γίνονται σεβαστοί.
  2. που πρέπει να του αποδίδεται σεβασμός, αξιοσέβαστος
    ο σεβαστός κύριος καθηγητής

Μεταφράσεις

 δείτε τη λέξη αξιοσέβαστος

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

με θέμα σεβαστ-

  • πανσέβαστος
  • σέβας
  • σεβαστάτον
  • σεβαστέος
  • σεβαστή
  • σεβάστης
  • σεβαστοκράτωρ & συγγενικά
  • σεβαστοπανυπέρτατος
  • σεβαστόπαππος
  • σεβαστότης
  • σεβαστοϋπέρτατος
  • σεβαστοφόρος
  • σεβαστῶς

 και δείτε τη λέξη σέβω για άλλα θέματα, όπως -σέβεια, -σεβής

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σεβαστός σεβαστή τὸ σεβαστόν
      γενική τοῦ σεβαστοῦ τῆς σεβαστῆς τοῦ σεβαστοῦ
      δοτική τῷ σεβαστ τῇ σεβαστ τῷ σεβαστ
    αιτιατική τὸν σεβαστόν τὴν σεβαστήν τὸ σεβαστόν
     κλητική ! σεβαστέ σεβαστή σεβαστόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σεβαστοί αἱ σεβασταί τὰ σεβαστᾰ́
      γενική τῶν σεβαστῶν τῶν σεβαστῶν τῶν σεβαστῶν
      δοτική τοῖς σεβαστοῖς ταῖς σεβασταῖς τοῖς σεβαστοῖς
    αιτιατική τοὺς σεβαστούς τὰς σεβαστᾱ́ς τὰ σεβαστᾰ́
     κλητική ! σεβαστοί σεβασταί σεβαστᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σεβαστώ τὼ σεβαστᾱ́ τὼ σεβαστώ
      γεν-δοτ τοῖν σεβαστοῖν τοῖν σεβασταῖν τοῖν σεβαστοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σεβαστός (ελληνιστική κοινή) < σεβασ- (όπως στο σεβάζομαι) + -μός < αρχαία ελληνική σέβας < σέβομαι [1]


ζητούμενο λήμμα

Αναφορές

  1. «σεβασμός», «σέβομαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.