έμπειρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έμπειρος | η | έμπειρη | το | έμπειρο |
| γενική | του | έμπειρου | της | έμπειρης | του | έμπειρου |
| αιτιατική | τον | έμπειρο | την | έμπειρη | το | έμπειρο |
| κλητική | έμπειρε | έμπειρη | έμπειρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έμπειροι | οι | έμπειρες | τα | έμπειρα |
| γενική | των | έμπειρων | των | έμπειρων | των | έμπειρων |
| αιτιατική | τους | έμπειρους | τις | έμπειρες | τα | έμπειρα |
| κλητική | έμπειροι | έμπειρες | έμπειρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έμπειρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμπειρος < ἐν + πεῖρα. Συγχρονικά αναλύεται σε έμ- + πείρ(α) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈem.bi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐μπει‐ρος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έμ‐πει‐ρος
- ομόηχο: έμπυρος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.