παληός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παληός | η | παληά | το | παληό |
| γενική | του | παληού | της | παληάς | του | παληού |
| αιτιατική | τον | παληό | την | παληά | το | παληό |
| κλητική | παληέ | παληά | παληό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παληοί | οι | παληές | τα | παληά |
| γενική | των | παληών | των | παληών | των | παληών |
| αιτιατική | τους | παληούς | τις | παληές | τα | παληά |
| κλητική | παληοί | παληές | παληά | |||
| Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
παληός -ά, -ό
- παρωχημένη γραφή του παλιός ή παλαιός
- ↪ ανακάλυψα χτες στη βιβλιοθήκη του παππού μου ένα παλιό, ξεχασμένο βιβλίο, το Παληοί δρόμοι και νέοι, μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική μελέτη που είχε δημοσιεύσει το 1946 ο Πόντιος λόγιος Χρ. Μουρατχανίδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.