υπερθετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερθετικός η υπερθετική το υπερθετικό
      γενική του υπερθετικού της υπερθετικής του υπερθετικού
    αιτιατική τον υπερθετικό την υπερθετική το υπερθετικό
     κλητική υπερθετικέ υπερθετική υπερθετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερθετικοί οι υπερθετικές τα υπερθετικά
      γενική των υπερθετικών των υπερθετικών των υπερθετικών
    αιτιατική τους υπερθετικούς τις υπερθετικές τα υπερθετικά
     κλητική υπερθετικοί υπερθετικές υπερθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερθετικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερθετικός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + θετικός.

Επίθετο

υπερθετικός, -ή, -ό

  • (γραμματική) βαθμός παραθετικών επιθέτου ή επιρρήματος που φανερώνει ότι η λέξη κατέχει την ιδιότητα που δηλώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό
    το "μέγιστος" είναι ο υπερθετικός βαθμός του "μεγάλος" και σημαίνει "πολύ μεγάλος"
    δείτε και τον όρο συγκριτικός

Σημειώσεις

  • σχετικός υπερθετικός: δηλώνει ότι η λέξη κατέχει την ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό από όλα τα άλλα στοιχεία του εξεταζόμενου συνόλου
    ο σχετικός υπερθετικός του επιθέτου "μεγάλος" είναι "ο μεγαλύτερος"

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.