παλαιώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παλαιώνομαι, παθητική φωνή του ρήματος παλαιώνω

Ρήμα

παλαιώνομαι

  • (για ακίνητα, ρούχα, αυτοκίνητα και άλλα αντικείμενα) αφήνομαι να γίνω παλιός κάπω από ελεγχόμενες συνθήκες ώστε

ν' αποκτήσω μεγαλύτερη αξία.

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.