παλιο-
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈʎo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λιο-
Πρόθημα
παλιο-, παλιό- ή παλι- όταν ακολουθεί φωνήεν
- πρώτο συνθετικό λέξεων
- (επιτατικό, μειωτικό) που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό είναι δυσάρεστο ή άσχημο ή χαμηλής ποιότητας ή ηθικής υποστάθμης
- που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό είναι παλιό, προέρχεται από ή αναφέρεται σε παλαιότερη εποχή
- (με αρνητική σημασία) όπου το δεύτερο συνθετικό βρίσκεται σε κακή κατάσταση λόγω παλαιότητας
- παλιοσίδερο, παλιομοδίτης, παλιόρουχο
- (οικείο) ή προσδίδει θετική σημασία στο δεύτερο συνθετικό
- (με αρνητική σημασία) όπου το δεύτερο συνθετικό βρίσκεται σε κακή κατάσταση λόγω παλαιότητας
- (προφορικό) αντί του λογιότερου παλαιο-
Συγγενικά
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παλιο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παλιό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παλι- από το παλιο- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- παλιο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.