παλαίμαχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παλαίμαχος | η | παλαίμαχη | το | παλαίμαχο |
| γενική | του | παλαίμαχου | της | παλαίμαχης | του | παλαίμαχου |
| αιτιατική | τον | παλαίμαχο | την | παλαίμαχη | το | παλαίμαχο |
| κλητική | παλαίμαχε | παλαίμαχη | παλαίμαχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παλαίμαχοι | οι | παλαίμαχες | τα | παλαίμαχα |
| γενική | των | παλαίμαχων | των | παλαίμαχων | των | παλαίμαχων |
| αιτιατική | τους | παλαίμαχους | τις | παλαίμαχες | τα | παλαίμαχα |
| κλητική | παλαίμαχοι | παλαίμαχες | παλαίμαχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παλαίμαχος < → λείπει η ετυμολογία + -μαχος
Ουσιαστικό
παλαίμαχος αρσενικό
- που είχε πολεμήσει στο παρελθόν, που είχε υπηρετήσει στο στρατό σε περίοδο πολέμου και είχε συμμετάσχει σε μάχες
- (κατ’ επέκταση) που είχε ακολουθήσει αθλητική καριέρα σε ομαδικό άθλημα, αλλά τώρα έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.