αναπαλαιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναπαλαιώνω < αναπαλαίωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)

Ρήμα

αναπαλαιώνω (παθητική φωνή: αναπαλαιώνομαι)

  1. κάνω κάτι να φαίνεται σαν παλιό
  2. αποκαθιστώ κάτι στη μορφή που είχε παλαιότερα
      Στο εξωτερικό υπάρχουν δεκάδες σύλλογοι που αναπαλαιώνουν και διατηρούν ιστορικά στρατιωτικά οχήματα. Από το 1985 στην Ελλάδα υπάρχει ο Σύλλογος Διατηρήσεως Ιστορικών Οχημάτων με σκοπό την αναζήτηση, την περισυλλογή, την αναπαλαίωση και τη διατήρηση αντιπροσωπευτικών οχημάτων που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό την περίοδο 1940 - 1960. (εφημερίδα Το Βήμα, 17/10/2013)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.