Παλαιά Διαθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Παλαιά Διαθήκη
      γενική της Παλαιάς Διαθήκης
    αιτιατική την Παλαιά Διαθήκη
     κλητική Παλαιά Διαθήκη
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  • Παλαιά Διαθήκη:  δείτε τις λέξεις παλαιός και διαθήκη λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Παλαιά Διαθήκη θηλυκό

  • (χριστιανισμός) η αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν την χριστιανική Αγία Γραφή. Τα κείμενά της, μεταφρασμένα από τα εβραϊκά (από τη μετάφραση των εβδομήκοντα), είναι ιερά βιβλία της εβραϊκής θρησκείας. Ο κανόνας των κειμένων διαφέρει στα διάφορα χριστιανικά δόγματα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.