υπάρχω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπάρχω < αρχαία ελληνική ὑπάρχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpaɾ.xo/
Ρήμα
υπάρχω
- έχω υπόσταση, συνιστώ μια οντότητα
- σκέφτομαι, άρα υπάρχω
- ζω
- σε άλλους πλανήτες υπάρχουν άνθρωποι;
- υφίσταμαι
- έντονη ανησυχία υπάρχει για το μέλλον
- βρίσκομαι κάπου
- μήπως υπάρχει βιβλιοπωλείο εδώ κοντά;
- (στον αόριστο, με κατηγορούμενο) διατελώ, είμαι
- ο θείος μου υπήρξε πρόεδρος του σωματείου
- έχω αξία για κάποιον, είμαι κάτι σημαντικό
- το παρελθόν δεν υπάρχει πια για μένα
Εκφράσεις
[[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:προς το παρόν το κρύβω)]]
- δεν υπάρχει περίπτωση! : με κανένα τρόπο, αποκλείεται
- υπάρχει τρόπος : γίνεται
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπάρχω | υπήρχα | θα υπάρχω | να υπάρχω | υπάρχοντας | |
| β' ενικ. | υπάρχεις | υπήρχες | θα υπάρχεις | να υπάρχεις | ||
| γ' ενικ. | υπάρχει | υπήρχε | θα υπάρχει | να υπάρχει | ||
| α' πληθ. | υπάρχουμε | υπήρχαμε | θα υπάρχουμε | να υπάρχουμε | ||
| β' πληθ. | υπάρχετε | υπήρχατε | θα υπάρχετε | να υπάρχετε | ||
| γ' πληθ. | υπάρχουν(ε) | υπήρχαν υπήρχαν(ε) |
θα υπάρχουν(ε) | να υπάρχουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπήρξα | θα υπάρξω | να υπάρξω | υπάρξει | ||
| β' ενικ. | υπήρξες | θα υπάρξεις | να υπάρξεις | ύπαρξε | ||
| γ' ενικ. | υπήρξε | θα υπάρξει | να υπάρξει | |||
| α' πληθ. | υπήρξαμε | θα υπάρξουμε | να υπάρξουμε | |||
| β' πληθ. | υπήρξατε | θα υπάρξετε | να υπάρξετε | υπάρξτε | ||
| γ' πληθ. | υπήρξαν υπήρξαν(ε) |
θα υπάρξουν(ε) | να υπάρξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπάρξει | είχα υπάρξει | θα έχω υπάρξει | να έχω υπάρξει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπάρξει | είχες υπάρξει | θα έχεις υπάρξει | να έχεις υπάρξει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπάρξει | είχε υπάρξει | θα έχει υπάρξει | να έχει υπάρξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπάρξει | είχαμε υπάρξει | θα έχουμε υπάρξει | να έχουμε υπάρξει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπάρξει | είχατε υπάρξει | θα έχετε υπάρξει | να έχετε υπάρξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπάρξει | είχαν υπάρξει | θα έχουν υπάρξει | να έχουν υπάρξει |
| |
Μεταφράσεις
υπάρχω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.