παλαίωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παλαίωσῐς | αἱ | παλαιώσεις |
| γενική | τῆς | παλαιώσεως | τῶν | παλαιώσεων |
| δοτική | τῇ | παλαιώσει | ταῖς | παλαιώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | παλαίωσῐν | τὰς | παλαιώσεις |
| κλητική ὦ! | παλαίωσῐ | παλαιώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παλαιώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παλαιωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παλαίωσις θηλυκό
- παλαίωση
- ωρίμαση (όπως των φαρμάκων)
- (ελληνιστική σημασία) παλαίωση, ιδίως του οίνου
Αναφορές
- «παλαιός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- παλαίωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.