παλαίωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παλαίωσῐς αἱ παλαιώσεις
      γενική τῆς παλαιώσεως τῶν παλαιώσεων
      δοτική τῇ παλαιώσει ταῖς παλαιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παλαίωσῐν τὰς παλαιώσεις
     κλητική ! παλαίωσῐ παλαιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παλαιώσει
γεν-δοτ τοῖν  παλαιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλαίωσις, ήδη στον Ιπποκράτη < παλαιόω / παλαιῶ + -σις [1]

Ουσιαστικό

παλαίωσις θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη παλαιός

Αναφορές

  1. «παλαιός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.