παλαιικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαιικός η παλαιική το παλαιικό
      γενική του παλαιικού της παλαιικής του παλαιικού
    αιτιατική τον παλαιικό την παλαιική το παλαιικό
     κλητική παλαιικέ παλαιική παλαιικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαιικοί οι παλαιικές τα παλαιικά
      γενική των παλαιικών των παλαιικών των παλαιικών
    αιτιατική τους παλαιικούς τις παλαιικές τα παλαιικά
     κλητική παλαιικοί παλαιικές παλαιικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλαιικός < παλαιός

Επίθετο

παλαιικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται σε κάτι που συνηθιζόταν στο παρελθόν (μπορεί να εκφράζει μια ελαφρά αρνητική έννοια)
     συνώνυμα: αρχαιότροπος
     αντώνυμα: μοντέρνος, νεωτεριστικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.