παλαιότερα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παλαιότερα < συγκριτικός βαθμός του παλαιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.leˈo.te.ɾa/
Συγγενικά
Μεταφράσεις
→ δείτε τη λέξη παλιότερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παλαιότερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παλαιότερος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.