νέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νέος | η | νέα | το | νέο |
| γενική | του | νέου | της | νέας | του | νέου |
| αιτιατική | τον | νέο | τη | νέα | το | νέο |
| κλητική | νέε | νέα | νέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νέοι | οι | νέες | τα | νέα |
| γενική | των | νέων | των | νέων | των | νέων |
| αιτιατική | τους | νέους | τις | νέες | τα | νέα |
| κλητική | νέοι | νέες | νέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νέος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέος. Συγκρίνετε με το κληρονομημένο νιος.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈne.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νέ‐ος
Επίθετο
νέος, -α, -ο, συγκριτικός : νεότερος, υπερθετικός : νεότατος
- καινούργιος
- ↪ πρόκειται για ένα νέο προϊόν
- που έχει μικρή ηλικία, που είναι ακόμα στη νεότητα
- νιος (λαϊκότροπο)
- Νέος, Νέα, Νέο (με κεφαλαίο για τοπωνύμια)
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
Σύνθετα
- νεο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νεο- στο Βικιλεξικό
width:100% (όπως ενδεικτικά)
- νεοαποικιοκρατία
- νεογέννητος
- νεογιλός
- νεογνό
- νεοδιόριστος
- νεόδμητος
- Νεοέλληνας
- νεοελληνικός
- νεοκλασικισμός
- νεοκλασικός
- νεόκοπος
- νεολαία
- νεολατινικός
- νεολιθικός
- νεολογία
- νεολογισμός
- νεομάρτυρας
- νεομυκίνη
- νεοναζί
- νεοναζισμός
- νεόνυμφος
- νεοπαγής
- νεοπλασία
- νεόπλαστος
- νεοπλατωνικός
- νεόπλουτος
- νεορεαλισμός
- νεορεαλιστικός
- νεοσσός
- νεοσύλλεκτος
- νεοσύστατος
- νεότευκτος
- νεοφερμένος
- νεόφερτος
- νεοφιλελευθερισμός
- νεοφώτιστος
- νεόχτιστος
- νεοφανής
Αναφορές
- νέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νέος | ἡ | νέᾱ | τὸ | νέον |
| γενική | τοῦ | νέου | τῆς | νέᾱς | τοῦ | νέου |
| δοτική | τῷ | νέῳ | τῇ | νέᾳ | τῷ | νέῳ |
| αιτιατική | τὸν | νέον | τὴν | νέᾱν | τὸ | νέον |
| κλητική ὦ! | νέε | νέᾱ | νέον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | νέοι | αἱ | νέαι | τὰ | νέᾰ |
| γενική | τῶν | νέων | τῶν | νέων | τῶν | νέων |
| δοτική | τοῖς | νέοις | ταῖς | νέαις | τοῖς | νέοις |
| αιτιατική | τοὺς | νέους | τὰς | νέᾱς | τὰ | νέᾰ |
| κλητική ὦ! | νέοι | νέαι | νέᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νέω | τὼ | νέᾱ | τὼ | νέω |
| γεν-δοτ | τοῖν | νέοιν | τοῖν | νέαιν | τοῖν | νέοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
νέος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *néwos (νέος) < *nu (τώρα)
Επίθετο
νέος, -α, -ον, συγκριτικός :νεώτερος, υπερθετικός : νεώτατος
- καινούργιος, πρόσφατος
- (για άνθρωπο) νεανικός
Πηγές
- νέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.