νεότερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεότερος | η | νεότερη | το | νεότερο |
| γενική | του | νεότερου | της | νεότερης | του | νεότερου |
| αιτιατική | τον | νεότερο | τη | νεότερη | το | νεότερο |
| κλητική | νεότερε | νεότερη | νεότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεότεροι | οι | νεότερες | τα | νεότερα |
| γενική | των | νεότερων | των | νεότερων | των | νεότερων |
| αιτιατική | τους | νεότερους | τις | νεότερες | τα | νεότερα |
| κλητική | νεότεροι | νεότερες | νεότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεότερος < αρχαία ελληνική νεώτερος, συγκριτικός βαθμός του νέος. Δείτε και τον υπερθετικό: νεότατος
Επίθετο
νεότερος, -η, -ο
- πιο νέος σε ηλικία, μικρότερος
- μετά τις διακοπές φαίνεται δέκα χρόνια νεότερος
- που αναφέρεται στην περίοδο που είναι πιο κοντινή στην εποχή μας
- η νεότερη ποίηση απαρνήθηκε την ομοιοκαταληξία
- (με άρθρο) συνοδευτικό του ονόματος του γιού που έχει το ίδιο όνομα με τον πατέρα του
- Η Κυρία με τις Καμέλιες είναι ένα κλασικό έργο του Αλέξανδρου Δουμά του νεότερου
- νεώτερος (αρχαία)
Συγγενικά
- νεότερα
- νεότατος (υπερθετικός βαθμός)
- νεωτερικός
- νεωτερισμός
- → και δείτε τη λέξη νέος
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.