νιος
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νιος
Ετυμολογία 1
- νιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νιός < αρχαία ελληνική νέος με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας[1] Συγκρίνετε με το νέος.
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νιος | η | νια | το | νιο |
| γενική | του | νιου | της | νιας | του | νιου |
| αιτιατική | τον | νιο | τη | νια | το | νιο |
| κλητική | νιε | νια | νιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νιοι | οι | νιες | τα | νια |
| γενική | των | νιων | των | νιων | των | νιων |
| αιτιατική | τους | νιους | τις | νιες | τα | νια |
| κλητική | νιοι | νιες | νια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο. | ||||||
| Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
νιος, -α, -ο
Παράγωγα
Μεταφράσεις
νιος
|
→ δείτε τη λέξη νέος |
Ετυμολογία 2
- νιος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου νιος
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νιος | οι | νιοι |
| γενική | του | νιου | των | νιων |
| αιτιατική | τον | νιο | τους | νιους |
| κλητική | νιε | νιοι | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
νιος
|
→ δείτε τη λέξη νέος |
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νέος
Αναφορές
- νιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.