νεορεαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεορεαλισμός | οι | νεορεαλισμοί |
| γενική | του | νεορεαλισμού | των | νεορεαλισμών |
| αιτιατική | τον | νεορεαλισμό | τους | νεορεαλισμούς |
| κλητική | νεορεαλισμέ | νεορεαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νεορεαλισμός αρσενικό ή νεορρεαλισμός ή νέος ρασιοναλισμός
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική κίνηση που εμφανίστηκε στις Αγγλοσαξονικές χώρες κατά τον 20ο αιώνα ως αντίδραση κατά της εξάπλωσης του νεοεγελιανισμού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.