νεομάρτυρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεομάρτυρας | οι | νεομάρτυρες |
| γενική | του | νεομάρτυρα | των | νεομαρτύρων |
| αιτιατική | τον | νεομάρτυρα | τους | νεομάρτυρες |
| κλητική | νεομάρτυρα | νεομάρτυρες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
νεομάρτυρας αρσενικό
- αυτός που μαρτύρησε για τη χριστιανική πίστη κατά τους Νεώτερους Χρόνους
Μεταφράσεις
νεομάρτυρας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.