νέο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νέο τα νέα
      γενική του νέου των νέων
    αιτιατική το νέο τα νέα
     κλητική νέο νέα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νέο < από το ουδέτερο του επιθέτου νέος

Ουσιαστικό

νέο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.