νεοφερμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεοφερμένος | η | νεοφερμένη | το | νεοφερμένο |
| γενική | του | νεοφερμένου | της | νεοφερμένης | του | νεοφερμένου |
| αιτιατική | τον | νεοφερμένο | τη | νεοφερμένη | το | νεοφερμένο |
| κλητική | νεοφερμένε | νεοφερμένη | νεοφερμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεοφερμένοι | οι | νεοφερμένες | τα | νεοφερμένα |
| γενική | των | νεοφερμένων | των | νεοφερμένων | των | νεοφερμένων |
| αιτιατική | τους | νεοφερμένους | τις | νεοφερμένες | τα | νεοφερμένα |
| κλητική | νεοφερμένοι | νεοφερμένες | νεοφερμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεοφερμένος < νεο- + φερμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φέρνω < μεσαιωνική ελληνική φέρνω < αρχαία ελληνική φέρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.o.feɾˈme.nos/
Μεταφράσεις
νεοφερμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.