πρόσφατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρόσφατος η πρόσφατη το πρόσφατο
      γενική του πρόσφατου της πρόσφατης του πρόσφατου
    αιτιατική τον πρόσφατο την πρόσφατη το πρόσφατο
     κλητική πρόσφατε πρόσφατη πρόσφατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρόσφατοι οι πρόσφατες τα πρόσφατα
      γενική των πρόσφατων των πρόσφατων των πρόσφατων
    αιτιατική τους πρόσφατους τις πρόσφατες τα πρόσφατα
     κλητική πρόσφατοι πρόσφατες πρόσφατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρόσφατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσφατος (νωπός, πρόσφατα σκοτωμένος πρόσφατος)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈsfa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόσφατος
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόσφατος

Επίθετο

πρόσφατος, -η, -ο

  1. που έχει μόλις συμβεί ή δημιουργηθεί
     αντώνυμα: παλιός
  2. που αναφέρεται στο κοντινό παρελθόν
    οι πρόσφατες ανακαλύψεις της επιστήμης
     συνώνυμα: φρέσκος, τελευταίος
     αντώνυμα: προηγούμενος

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ πρόσφατος τὸ πρόσφατον οἱ, αἱ πρόσφατοι τὰ πρόσφατα
Γενική τοῦ, τῆς προσφάτου τοῦ προσφάτου τῶν προσφάτων τῶν προσφάτων
Δοτική τῷ, τῇ προσφάτῳ τῷ προσφάτῳ τοῖς, ταῖς προσφάτοις τοῖς προσφάτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν πρόσφατον τὸ πρόσφατον τοὺς, τὰς προσφάτους τὰ πρόσφατα
Κλητική πρόσφατε πρόσφατον πρόσφατοι πρόσφατα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική προσφάτω
Γενική-Δοτική προσφάτοιν

Ετυμολογία

πρόσφατος < πρόσ- + *φατός (σκοτωμένος)

Επίθετο

πρόσφᾰτος, -ος, -ον

  1. πρόσφατα σκοτωμένος
  2. (γενικότερα) φρέσκος, νωπός
  3. (για γεγονότα) πρόσφατος

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.