νεοσύστατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεοσύστατος | η | νεοσύστατη | το | νεοσύστατο |
| γενική | του | νεοσύστατου | της | νεοσύστατης | του | νεοσύστατου |
| αιτιατική | τον | νεοσύστατο | τη | νεοσύστατη | το | νεοσύστατο |
| κλητική | νεοσύστατε | νεοσύστατη | νεοσύστατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεοσύστατοι | οι | νεοσύστατες | τα | νεοσύστατα |
| γενική | των | νεοσύστατων | των | νεοσύστατων | των | νεοσύστατων |
| αιτιατική | τους | νεοσύστατους | τις | νεοσύστατες | τα | νεοσύστατα |
| κλητική | νεοσύστατοι | νεοσύστατες | νεοσύστατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεοσύστατος < νεο- + συνίσταμαι + -τος
Επίθετο
νεοσύστατος, -η, -ο
- που συστάθηκε πρόσφατα
Μεταφράσεις
νεοσύστατος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.