νεομυκίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νεομυκίνη | οι | νεομυκίνες |
| γενική | της | νεομυκίνης | των | νεομυκινών |
| αιτιατική | τη | νεομυκίνη | τις | νεομυκίνες |
| κλητική | νεομυκίνη | νεομυκίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεομυκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neomycin < neo- (< αρχαία ελληνική νέος) + -mycin (< αρχαία ελληνική μύκης)
Ουσιαστικό
νεομυκίνη θηλυκό
- (ιατρική, φαρμακευτική, βιοχημεία) αμινογλυκοσιδικό αντιβιοτικό ευρέως φάσματος που χρησιμοποιείται ειδικά για τη θεραπεία τοπικών λοιμώξεων
-
Neomycin στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.