νεότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νεοτητ-
ονομαστική νεότης οἱ νεότητες
      γενική τοῦ νεότητος τῶν νεοτήτων
      δοτική τῷ νεότητ τοῖς νεότησ(ν)
    αιτιατική τὸν νεότητ τοὺς νεότητᾰς
     κλητική ! νεότης νεότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεότητε
γεν-δοτ τοῖν  νεοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεότης, ήδη ομηρικό < νέο(ς) + -της

Ουσιαστικό

νεότης, -ητος θηλυκό

  1. η νεότητα, η νεανικότητα
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 1, 329d
    ἀλλὰ καὶ τούτων πέρι καὶ τῶν γε πρὸς τοὺς οἰκείους μία τις αἰτία ἐστίν, οὐ τὸ γῆρας, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ὁ τρόπος τῶν ἀνθρώπων. ἂν μὲν γὰρ κόσμιοι καὶ εὔκολοι ὦσιν, καὶ τὸ γῆρας μετρίως ἐστὶν ἐπίπονον· εἰ δὲ μή, καὶ γῆρας, ὦ Σώκρατες, καὶ νεότης χαλεπὴ τῷ τοιούτῳ συμβαίνει.
    Αλλά για όλα αυτά και για τους εξευτελισμούς ακόμη, που παραπονιούνται οι γέροντες, αφορμή, Σωκράτη, δεν είναι τα γερατειά, αλλά ο χαρακτήρας των ανθρώπων· αν έχουν χαρακτήρα μετρημένο και εύκολο, δεν τους είναι και τα γερατειά πάρα πολύ ανυπόφορα· ειδεμή, για τους άλλους, και τα γερατειά και τα νιάτα είναι στον ίδιο το βαθμό δυσκολοβάσταχτα.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greeklanguage.gr
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 4, 4 1121b
  2. το νεανικό θάρρος (ή και θρασύτητα ως κακόσημο)
  3. (περιληπτικό) η νεολαία

  • δωρικός τύπος: νεότας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.