νεολαία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νεολαία | οι | νεολαίες |
| γενική | της | νεολαίας | των | νεολαιών |
| αιτιατική | τη | νεολαία | τις | νεολαίες |
| κλητική | νεολαία | νεολαίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεολαία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεολαία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.oˈle.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ο‐λαί‐α
Εκφράσεις
- πολιτική νεολαία: πολιτική παράταξη νέων που πρόσκεινται σε συγκεκριμένα κόμματα ή πολιτικούς σχηματισμούς
- ※ Ανέβηκε γρήγορα στα πιο ψηλά αξιώματα της κομμουνιστικής νεολαίας. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Παράγωγα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
- λατινικά iuventus
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- νεολαία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεολαία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.