νεόπλουτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεόπλουτος | η | νεόπλουτη | το | νεόπλουτο |
| γενική | του | νεόπλουτου | της | νεόπλουτης | του | νεόπλουτου |
| αιτιατική | τον | νεόπλουτο | τη | νεόπλουτη | το | νεόπλουτο |
| κλητική | νεόπλουτε | νεόπλουτη | νεόπλουτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεόπλουτοι | οι | νεόπλουτες | τα | νεόπλουτα |
| γενική | των | νεόπλουτων | των | νεόπλουτων | των | νεόπλουτων |
| αιτιατική | τους | νεόπλουτους | τις | νεόπλουτες | τα | νεόπλουτα |
| κλητική | νεόπλουτοι | νεόπλουτες | νεόπλουτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεόπλουτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεόπλουτος. Συγχρονικά αναλύεται σε νεό- + πλούτ(ος) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /neˈo.plu.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ό‐πλου‐τος
Επίθετο
νεόπλουτος, -η, -ο
Αντώνυμα
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεόπλουτος | οι | νεόπλουτοι |
| γενική | του | νεόπλουτου | των | νεόπλουτων |
| αιτιατική | τον | νεόπλουτο | τους | νεόπλουτους |
| κλητική | νεόπλουτε | νεόπλουτοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
νεόπλουτος αρσενικό (θηλυκό νεόπλουτη)
Μεταφράσεις
Πηγές
- νεόπλουτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νεόπλουτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.